Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Un pensamiento triste que se baila*

Πού να βρίσκονται; ρωτά η ελεγεία
για κείνους που πια δεν υπάρχουν, μαθές,
σα να υπήρχε ένα μέρος όπου το Χθες
είναι το Σήμερα, το Ακόμα ή το Επιπλέον μία.

Πού να βρίσκονται (επαναλαμβάνω) από απάχηδες τόσες γενιές
που πήγαν κι έστησαν μια τρομερή νύχτα
σε σκονισμένους χωματόδρομους ή σε χαμένες γειτονιές
του στιλέτου και της μαγκιάς τη σέχτα;

Πού να βρίσκονται εκείνοι που πέρασαν;
Στην εποποιία ένα επεισόδιο κόμισαν χορηγία
κι ένα θρύλο στο χρόνο. Που δίχως καμία κακία,
όφελος ή ερωτικό πάθος ο ένας τον άλλον μαχαίρωσαν;

Τους ψάχνω μέσα στους θρύλους τους, στην τελευταία
θράκα που, όπως ένα αναπάντεχο τριαντάφυλλο,
κρατάει κάτι από εκείνον τον ψυχωμένο όχλο
στο Κοράλες και στην Μπαλβανέρα την ωραία.

Σε ποια σκοτεινά στενοσόκακα ή τόπο έρμο
του άλλου κόσμου θα κατοικεί η γρανιτένια
η σκιά εκείνου του Μουράνια,
του μαχαιροβγάλτη απ’ το Παλέρμο;

Κι εκείνος ο μόρσιμος Ιμπέρα (που κι οι άγιοι
τον λυπούνται) σ’ ένα γιοφύρι του δρόμου, του Νιάτου,
του αδερφού του, έδωσε χτύπημα θανάτου.
Στα φονικά τον ξεπερνούσε κι έγιναν οι φόνοι πάγιοι.

Μια μυθολογία κοφτερών εγχειριδίων
σβήνει αργά μέσα στη λήθη.
Ένα τραγούδι για άθλους ελήφθη
μέσα στο θόρυβο των αστυνομικών δελτίων.

Μα υπάρχει κι άλλη θράκα, κι άλλου πυρακτωμένου ρόδου,
από τη στάχτη που τους φυλάει ακέραιους.
Εκεί βρίσκεις μαχαιροβγάλτες αγέρωχους
και το βάρος του αθόρυβου μαχαιριού ενός βάρδου.

Αν κι αυτό το εχθρικό στιλέτο ή τ’ άλλο στιλέτο,
ο Χρόνος, τους έστειλε κάτω απ’ το χώμα,
σήμερα, έξω απ’ του χρόνου το παραπέτο,
το θάνατο, εκείνοι οι πεθαμένοι ζουν μεσ’ του τάνγκο το σώμα.

Μεσ’ στις χορδές της μουσικής βρίσκονται,
στης κιθάρας το αργό το παίξιμο,
και λέει μια μιλόνγκα μ’ αλέγρου ρυθμού πλέξιμο
για το γιορτάσι και την αθωότητα σαν πέτονται.

Γυρίζει ο κίτρινος τροχός πάνω απ’ το κενό
μ’ άλογα και με λιοντάρια. Ακούω την ηχώ
και με του Αρόλας και του Γκρέκο τα τάνγκο ξεψυχώ
που είδα κάποτε να χορεύουν στο στενό,

κάποια στιγμή που αναδύεται απ’ το πουθενά,
δίχως πριν ούτε μετά, ενάντια στη λήθη,
που θυμίζει της ίδιας της απώλειας τα ήθη,
το χαμό και το ανακτημένο ξανά.

Στ’ ακόρντα υπάρχουν πράγματα παλιά, στους στίχους:
στο άλλο πάτιο και στης κληματαριάς τους γρίφους.
(Πίσω απ’ τους καχύποπτους τοίχους
ο Νότος κρατάει την κιθάρα και τη λαβή του ξίφους).

Εκείνο το ξέσπασμα, το τάνγκο, εκείνη η διαβολιά,της ζωής τα μεστά χρόνια προκαλεί.
Φτιαγμένος από σκόνη και χρόνο, ο άνθρωπος διαρκείλιγότερο κι απ’ του μεσημεριού την αντηλιά,
που δεν είναι άλλο από Χρόνος. Το τάνγκο ένα ψεύτικο Χθες φτιάχνει, όπου βγαίνει αληθινή κατά
κάποιο τρόπο η απίθανη ανάμνηση ότι ένας σ’ έναν ανάστατο τόπο,
στον καβγά, σε μια γωνιά του προαστίου έχει πεθάνει.
Εl tango
J.L.Βοrges

 http://vasilis67.files.wordpress.com/2009/02/tango-couple.jpg

ΜΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ της πτώσης και του χαμού, κουλτούρα της θλίψης χωρίς να έχει απολύτως καμία σχέση με το μελό, έκρηξη της λαχτάρας, του πόθου, του πάθους. Το τάνγκο. Το γκοτάν. Ο κομπαδρόν και το στιλέτο του. Το στιλέτο, αναπόσπαστο παρελκόμενο των ιδιότυπων περιθωριακών τύπων του λιμανιού, σύμφωνα με τον Μπόρχες. Μια σχέση που καταγράφεται στο τάνγκο μαζί με τα αναπόφευκτα μαχαιρώματα που ματώνουν τα σοκάκια του αραμπάλ και πληγώνουν τη νύχτα και τις ανθρώπινες συνειδήσεις. Αλλά, εκείνος που περισσότερο, πιστεύουμε, εντόπισε και τραγούδησε κι ο ίδιος με το δικό του τρόπο την απόλυτη και αιματηρή σχέση μεταξύ άντρα και μαχαιριού δεν ήταν άλλος από το γνωστό μας Αργεντίνο συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
Ο πεζογράφος και ποιητής Μπόρχες, «αιρετικός του αραμπάλ και λατινιστής του λουνφάρδο», όπως τον αποκαλεί ο Σάμπατο, φαίνεται πως είχε γοητευτεί από την απόλυτη ισορροπία που επέβαλε το στιλέτο στο αραμπάλ, το στιλέτο και η κιθάρα, η διατάραξη της οποίας δε γινόταν αναίμακτα. Ο «πρωθιερέας» απάχης του προαστίου δεν μπορούσε να επιβληθεί με άλλο τρόπο παρά μόνο με την επικράτηση του ως τεχνίτης, άφοβος, παθιασμένος αλλά και ψυχρός εκτελεστής μαχαιροβγάλτης. Και στη σιαμαία σχέση εγχειριδίου και κιθάρας ο Μπόρχες βρίσκει την κορύφωση και την ποίησή της στο τάνγκο, μορφή της το μαχαιροβγάλτη Μουράνια και σκηνικό της το αραμπάλ, το Παλέρμο των παιδικών του χρόνων. Στο ποίημα Τάνγκο, «ο Νότος κρατάει την κιθάρα και τη λαβή του ξίφους». Αυτή τη σχέση ο συγγραφέας τη μελέτησε στο βιβλίο του Εβαρίστο Καριέγο, και την έψαλε στα ποιήματά του, κυρίως εκείνα της συλλογής Για τις έξι χορδές, του 1965.
Όμως, αν δώσουμε βάση στη σημαντική του Μπόρχες για τον κόσμο των προαστίων θα αντιληφθούμε ότι εκείνο που στην πραγματικότητα μαγεύει τον Μπόρχες μικρό παιδί που γύρω του σφύζει η ζωή, αλλά και τον Μπόρχες ώριμο συγγραφέα δεν είναι άλλο παρά η αναίτια και ηρωική αναμέτρηση των νταήδων του αραμπάλ, ο αγώνας για τον αγώνα, ως ένας κώδικας ανδρείας και παλικαριάς, όπου ο «αντίπαλος» είναι ισάξιος, αξιότιμος, ισοδύναμος και σεβαστός και με τον οποίο δεν τον χωρίζει απολύτως καμία ουσιαστική διαφορά και διεκδίκηση: «Που δίχως καμία κακία / όφελος ή ερωτικό πάθος ο ένας τον άλλον μαχαίρωσαν». Το φονικό θα «καθοσιώσει» τον ήρωα και θα τον ενθρονίσει στο πάνθεον των αιώνιων θρύλων του αραμπάλ, χαρίζοντάς του μια αιματηρή υστεροφημία. Γι αυτό, ακόμα κι όταν υπάρχει μια διαφορά, αυτή είναι τεχνητή. Είναι η πρόφαση κι όχι η αιτία. Στον Μπόρχες οι μαχαιροβγάλτες σφάζονται χωρίς να μισούν στην πραγματικότητα ο ένας τον άλλον, πολλές φορές, χωρίς να αναμένουν ένα υλικό ή άλλο όφελος. Μόνο την καταξίωση ανάμεσα στους άλλους θρύλους του αραμπάλ. Ή για την υστεροφημία που ως αξία στη μυθολογία του Μπόρχες καταλαμβάνει επικές διαστάσεις. Όπως θα πει πάλι στο Τάνγκο του, «στην εποποιία ένα επεισόδιο κόμισαν χορηγία». Οι ήρωες συγκρούονται με πάθος, αλλά χωρίς φθόνο, χωρίς υστεροβουλία και ταπεινά πάθη. Είναι ήρωες ενός «έπους του αραμπάλ» με αξίες ανάλογες με τις αξίες των ηρώων. Το πάθος αυτό δεν είναι ιταμό. Είναι αριστοκρατικό, ανώτερο, περνά πέρα από τα όρια του αισθήματος της αυτοσυντήρησης και διασχίζει τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο ήρωας του Μπόρχες είναι ένας σύγχρονος πρωταγωνιστής των αρχαίων μυθικών επικών κύκλων της Ευρώπης στο μυθικό σκηνικό που δημιουργεί γύρω του ο συγγραφέας, καθώς βιώνει το αραμπάλ πίσω από ψηλούς τοίχους, βυθισμένος στον ασφαλή ακαδημαϊκό και φιλολογικό κόσμο των παιδικών και εφηβικών του χρόνων. Ο μαχαιροβγάλτης της μυθολογίας του Μπόρχες είναι ένας πρωταγωνιστής που δρα έξω από το μαντρότοιχο του σπιτιού του συγγραφέα, όπως μας εξομολογείται ο ίδιος στο Εβαρίστο Καριέγο, ένας ήρωας  προσαρμοσμένος στα δεδομένα και στο μυθολογικό σκηνικό του αραμπάλ. Στον Όμηρο ο ήρωας αναγνωρίζει την αξία του αντιπάλου του. Στον Μπόρχες ακόμα και ο τελευταίος μικρομαχαιροβγάλτης του Παλέρμο έχει ηρωική, τιτάνια υπόσταση και τηρεί απαρέγκλιτα έναν ιπποτικού χαρακτήρα κώδικα τιμής και ανώτερων διαχρονικών αρχών.
Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα ο Σάμπατο θα χρεώσει στον Μπόρχες την ιδιότυπη σύλληψη μιας «θεολογίας του εγκλήματος της Όχθης». Όμως, ο Μπόρχες έγινε γνωστός περισσότερο από τις σύντομες και πυκνές συλλογές ιστοριών και δοκιμίων του, ενώ το ενδιαφέρον για το ποιητικό του έργο -εκτενές και αξιόλογο- θα υποστηρίζαμε ότι είναι -άδικα- κάπως περιορισμένο. Ο ίδιος ο Μπόρχες είχε δηλώσει, άλλωστε, ότι τα πεζά του έργα «δεν μπορούν με τίποτα να επισκιάσουν την ποιητική δημιουργία» του.

περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, τχ. 113, Ιούλιος - Σεπτεμβριος 2001ίν
http://www.fuentedance.com/images/tango2.jpg

(*)το τάνγκο είναι μια θλιμμένη σκέψη που μπορεί να χορευτεί.

Ενρίκε Σάντος Ντισέπολο, Ντισεπολ
http://danliterature.files.wordpress.com/2009/07/jorge-luis-borges.jpg
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες γεννήθηκε το 1899 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Ήταν απόγονος αγωνιστών για τη χειραφέτηση της Αργεντινής, ενώ ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και καθηγητής ψυχολογίας σε ξενόγλωσση παιδαγωγική σχολή. Από παιδί ακόμα ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν δίγλωσσος, αφού παράλληλα με τα ισπανικά, η αγγλόφωνη γιαγιά του του μάθαινε να μιλά και να γράφει την αγγλική γλώσσα. Ο μικρός δήλωσε στον πατέρα του ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας και σε ηλικά επτά χρόνων σύνταξε στα ελληνικά μια σύνοψη της ελληνικής μυθολογίας. Οκτώ χρονών γράφει το πρώτο διήγημά του, ενώ ένα χρόνο αργότερα μεταφράζει και δημοσιεύει τον "Ευτυχισμένο πρίγκιπα" του Όσκαρ Ουάιλντ. Εξαιτίας μιας πάθησης στα μάτια του, που θα τον οδηγήσει προοδευτικά σε πλήρη τύφλωση, η οικογένεια Μπόρχες εγκαθίσταται στη Γενεύη, όπου ο Χόρχε Λουίς εγκαινιάζει της λυκειακές σπουδές του και αποκτά μια υψηλού επιπέδου μόρφωση, καθώς τελειοποιεί τις γνώσεις στην αγγλική, γαλλική και γερμανική γλώσσα. Ανακαλύπτει την εξπρεσσιονιστική ποίηση, τη γερμανική φιλοσοφία, τελειοποιεί τα λατινικά του και το 1919 εγκατεστημένος στη Μαγιόρκα της Ισπανίας ολοκληρώνει την πρώτη ποιητική συλλογή του "Οι κόκκινοι ρυθμοί" όπου είναι φανερός ο θαυμασμός για την επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία. Η οικογένεια των Μπόρχες, έπειτα από πολλές προσωρινές διαμονές και πολλά ταξίδια στην Ευρώπη, επιστρέφουν το 1921 στο Μπουένος Άιρες, όπου και θα παραμείνει. Τώρα ο Μπόρχες ανακαλύπτει τις φτωχογειτονιές της γενέτειράς του με τους compafritos ("μόρτες") γράφει ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια και "φαντασίες", ιδρύει διάφορα περιοδικά, παίρνει μέρος σε λογοτεχνικούς ομίλους και από το 1925, που θα δημοσιεύσει την ποιητική συλλογή "Η απέναντι Σελήνη" και τα δοκίμια "Έρευνες", θα δίνει το λογοτεχνικό παρόν με ένα έως δύο έργα το χρόνο, μέχρι το 1985 που θα δημοσιευθεί και η τελευταία ποιητική συλλογή του, "Οι συνωμότες". Ο Μπόρχες πέθανε στις 14 Ιουνίου του 1986 στη Γενεύη και τάφηκε σύμφωνα με την επιθυμία του, στην πόλη των εφηβικών του χρόνων, στο Μπουένος Άιρες.